- ψευδ(ο)-
- ως πρώτο συνθετικό λέξεων δίνει στο δεύτερο συνθετικό την έννοια του ψεύτικου, του πλαστού, του μη φυσικού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ευδ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο ουσιαστικό ψεύδος*. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου, δηλαδή το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό (πρβλ. ψευδομάρτυρας, ψευδ ώνυμος) … Dictionary of Greek
ψευδέβενος — ο, Ν βοτ. παλαιότερη ονομασία γένους φυτών, κν. αρχοντόξυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + έβενος. Η λ. είναι νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. νεολατ. pseudebenus < pseud (< ψευδ[ο] *) + ebenus (πρβλ. έβενος)] … Dictionary of Greek
ψευδοδιφθερίτιδα — η, Ν (παλ. όρος) ιατρ. φλεγμονή τών αμυγδαλών με εμφάνιση ψευδομεμβρανών, που δεν οφείλεται στο βακτήριο τής διφθερίτιδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + διφθερίτιδα. Η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. pseudodiphteria < pseudo (< ψευδ(ο) *) +… … Dictionary of Greek
ψευδοδυσεντερία — η, Ν ιατρ. εντερική νόσος που εμφανίζει συμπτώματα ανάλογα με τής δυσεντερίας, χωρίς να οφείλεται όμως στο παθογόνο αίτιο τής δυσεντερίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + δυσεντερία. Η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. pseudodysentery < pseudo (<… … Dictionary of Greek
ψευδοκρούπ — το, Ν άκλ. ιατρ. κατάσταση ανάλογη με το κρουπ αλλά οφειλόμενη σε σπασμό τού λάρυγγα, άλλης αιτιολογίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + κρουπ. Η λ. είναι νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. pseudocroup < pseudo (< ψευδ(ο) *) + κρουπ, λ. σκωτικής… … Dictionary of Greek
ψεύδος — το / ψεῡδος, ΝΜΑ 1. καθετί που δεν είναι αληθινό, ψέμα (α. «είναι ψεύδος ότι πρόκειται να παραιτηθεί η κυβέρνηση» β. «ἀπολεῑς πάντας τοὺς λαλοῡντας τὸ ψεῡδος», ΠΔ γ. «μή τε τί μοι ψεύδεσσοι χαρίζεο μήτε τι θέλγε», Ομ. Οδ.) 2. (λογ.) ψευδής… … Dictionary of Greek
Liste griechischer Präfixe — Griechische Präpositionen sind Wortbestandteil vieler deutscher und internationaler Fach und Lehnwörter, in denen sie als Präfix (Vorsilbe) in Verbindung mit anderen Lexemen deren Bedeutung entscheidend beeinflussen. Andere typische Präfixe sind… … Deutsch Wikipedia
Pseudepigraf — Als Pseudepigraphie (griechisch ψευδεπιγραφία – wörtlich etwa „die Falschzuschreibung“, von ψευδ „unecht, unwahr“ und επιγράφω „ich schreibe zu“) bezeichnet man das Phänomen, dass ein Text fälschlicherweise einem bekannten Verfasser zugeschrieben … Deutsch Wikipedia
Pseudepigraph — Als Pseudepigraphie (griechisch ψευδεπιγραφία – wörtlich etwa „die Falschzuschreibung“, von ψευδ „unecht, unwahr“ und επιγράφω „ich schreibe zu“) bezeichnet man das Phänomen, dass ein Text fälschlicherweise einem bekannten Verfasser zugeschrieben … Deutsch Wikipedia
Pseudepigraphie — Als Pseudepigraphie (griechisch ψευδεπιγραφία – wörtlich etwa „die Falschzuschreibung“, von ψευδ „unecht, unwahr“ und επιγράφω „ich schreibe zu“) bezeichnet man das Phänomen, dass ein Text fälschlicherweise einem bekannten Verfasser zugeschrieben … Deutsch Wikipedia